προτρέπομαι

προτρέπομαι
προτρέπομαι βλ. πίν. 180 (μόνο στον ενεστ.)

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προτρέπομαι — προτρέπω urge forwards pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • споспешествую — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  глаг. (греч. σπουδάζομαι, ἐνεργέω) содействую (1 Кор. 16,… …   Словарь церковнославянского языка

  • προτρέπω — ΝΜΑ [τρέπω] 1. παροτρύνω, παρακινώ (α. «όλοι οι φίλαθλοι προέτρεπαν τον αθλητή να εντείνει την προσπάθειά του» β. «συμβουλεύει ἤ προτρέπων ἤ ἀποτρέπων», Αριστοτ.) αρχ. 1. τρέπω, ωθώ προς τα εμπρός 2. εξερεθίζω, διεγείρω («ὡς... προετρέψατο ὁ… …   Dictionary of Greek

  • ՅՈՐԴՈՐԵՄ — (եցի.) NBH 2 0372 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 11c, 12c ն. (յորմէ եւ լտ. հօ՛րդօր ). προτρέπομαι, ἑπισείω , ἑρεθίζω, ἑρέθω, παροξύνω hortor, adhortor, exhortor, propello, impello, incito, incutio, irrito, provoco …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”